- ξεροφαγία
- η1) сухомятка; еда всухомятку; 2) хлеб да вода (на еду)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεροφαγία — ξεροφαγία, η και ξεροφαγιά, η 1. γεύμα μόνο με ψωμί. 2. γεύμα με πρόχειρο φαγητό: Σήμερα περάσαμε με ξεροφαγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεροφαγία — η βλ. ξηροφαγία … Dictionary of Greek
Посты — учреждение христ. церкви, имеющее целью содействовать господству в христианине духовно нравственных стремлений над чувственными. П. существовал еще в ветхом завете. В христианстве учреждение его современно самой церкви: он основан на примере И.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
ξηροφαγία — και ξεροφαγία, η (ΑΜ ξηροφαγία) [ξηροφαγώ] πρόχειρο γεύμα με ξηρά τροφή, χωρίς μαγειρεμένα φαγητά νεοελλ. (ειδικά) διαιτητική αγωγή κατά την οποία χορηγούνται ξηρές τροφές και αποφεύγονται τα υγρά, συνήθως όταν απαιτείται ελάττωση τών υγρών τού… … Dictionary of Greek